κοπαδιάζω

κοπαδιάζω
[κοπάδι]
συγκροτώ αγέλη, μαζεύω ζώα ή ανθρώπους και κάνω κοπάδι ή δημιουργώ όχλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπαδιάζω — κοπάδιασα, κοπαδιασμένος, κάνω κοπάδι, μαζεύω σε κοπάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπαδιαστός — ή, ό [κοπαδιάζω] αυτός που αποτελεί κοπάδι, αγέλη, πλήθος, αυτός που είναι μαζί με άλλους πολλούς. επίρρ... κοπαδιαστά κατά αγέλες, με τρόπο κοπαδιαστό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”